άμισχος

άμισχος
-η, -ο (Α ἄμισχος, -ον) [μίσχος]
αυτός που δεν έχει μίσχο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄμισχον — ἄμισχος without stalk masc/fem acc sg ἄμισχος without stalk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμισχα — ἄμισχος without stalk neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελανιδιά — Γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα) με περίπου 200 είδη μεγάλης σημασίας για τη δασική οικονομία των χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Η β., που επιστημονικά ονομάζεται δρυς, είναι γνωστή σε πολλά είδη και ποικιλίες. Κάθε είδος… …   Dictionary of Greek

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • επιφυής — ές 1. αυτός που φύεται μετά ή πάνω στην επιφάνεια άλλου 2. βοτ. αυτός που φύεται απευθείας πάνω στο στέλεχος τού φυτού, ο άμισχος («φύλλα ή άνθη επιφυή») 3. ιατρ. (για όγκο ή σάρκωμα) αυτός που εκβλαστάνει από τη σάρκα και προσφύεται πάνω στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”